Οι στρατιωτικοί αποτελούν μία ιδιαίτερη κατηγορία δημοσίων υπαλλήλων λόγω της φύσεως του επαγγέλματος που ασκούν, αφενός μεν διότι αυτό συνδέεται άμεσα με την άμυνα και την εθνική ασφάλεια της χώρας, αφετέρου δε διότι για τα στελέχη των Ένοπλων Δυνάμεων (Ε.Δ) ο χρόνος παραμονής τους στην ενεργό υπηρεσία τελεί σε άμεση σύνδεση με τη συνταξιοδότησή τους.
Σήμερα οι διατάξεις που προβλέπουν τις συνταξιοδοτικές διαδικασίες των στρατιωτικών διέπονται από μία ομοιομορφία, τόσο με αυτές των υπολοίπων δημοσίων υπαλλήλων όσο και με τις διατάξεις των εργαζομένων ιδιωτικού τομέα (μισθωτών και μη), υπό την εποπτεία του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ).
Αναφορικά με το συνταξιοδοτικό καθεστώς των στρατιωτικών υπαλλήλων, με τον Ν. 3865/2010 και μετέπειτα τέθηκαν για πρώτη φορά από τον νομοθέτη όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, με τα οποία τα συντάξιμα έτη αυξήθηκαν, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάστηκε σταδιακή μείωση των συντάξιμων αποδοχών των στρατιωτικών. Συγκεκριμένα, η νέα νομοθεσία προβλέπει ότι τα στελέχη των Ε.Δ που θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από 01.01.2015 και μετά, δικαιούνται να προβούν σε υποβολή αιτήσεως συνταξιοδότησης εφόσον έχουν συμπληρώσει το εξηκοστό (60ό) έτος της ηλικίας τους ή σαράντα (40) έτη συντάξιμης υπηρεσίας, εκ των οποίων τα πέντε (5) έτη αποτελούν υποχρεωτική εξαγορά. Συνεπώς, παρατηρούμε ότι η αυτεπάγγελτη αποστρατεία των στρατιωτικών, η οποία διακυμαίνεται ανάλογα με τον βαθμό ιεραρχίας και εξέλιξης του κάθε στελέχους, ΔΕΝ ΣΥΝΕΠΑΓΕΤΑΙ ΜΕ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ παρά μόνον, εάν πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις της ισχύουσας συνταξιοδοτικής νομοθεσίας (60ο έτος ηλικίας ή 40 έτη υπηρεσίας).
Να σημειώσουμε ότι οι νεοεισαχθείσες χρονικές προϋποθέσεις του συνταξιοδοτικού νόμου (ήτοι, ηλικιακό όριο των εξήντα (60) ετών ή σαράντα (40) έτη υπηρεσίας), πέραν του ότι θεωρούνται υψηλές για τα τη λειτουργικότητα του στρατού, στην πράξη δεν μπορούν να επιτευχθούν από το σύνολο των στρατιωτικών υπαλλήλων, αφήνοντας σημαντική μερίδα στρατιωτικών χωρίς την δέουσα και αυτονόητη στήριξη και μέριμνα. Πιο συγκεκριμένα, η είσοδος ενός δημοσίου υπαλλήλου ως μόνιμο στέλεχος του στρατού πραγματοποιείται, είτε μέσω των πανελληνίων εξετάσεων και την είσοδό τους στις Παραγωγικές Σχολές (ΑΣΕΙ και ΑΣΣΥ) των Ε.Δ, είτε μέσω δημόσιου διαγωνισμού, με εθελοντική κατάταξη. Στη πρώτη περίπτωση, οι εισακτέοι των στρατιωτικών σχολών είναι κατά τον νόμο ηλικίας από δεκαοχτώ (18) έως είκοσι δύο (22) χρόνων, γεγονός που εξασφαλίζει στους στρατιωτικούς τη συμπλήρωση του απαραίτητου χρόνου υπηρεσίας (35 έτη πραγματικής υπηρεσίας + 5 υποχρεωτικής εξαγοράς) και επομένως τη δυνατότητα πλήρης συνταξιοδότησής τους σε ηλικία από πενήντα τρία (53) έως πενήντα επτά (57) χρόνων.
Στη δεύτερη περίπτωση, αυτή της εθελοντικής κατάταξης, ανήκει η τάξη των Επαγγελματιών Οπλιτών (ΕΠ.ΟΠ), οι οποίοι βάσει του ΝΔ 445/1974 αποστρατεύονται αυτεπάγγελτα χωρίς προηγούμενη κρίση στο πεντηκοστό (50ο) έτος της ηλικίας τους. Ωστόσο, η ένταξή τους στις Ε.Δ μπορεί να πραγματοποιηθεί από τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου (18ο) έως το εικοστό όγδοο (28ο) έτος της ηλικίας των ενδιαφερομένων. Ως εκ τούτου, υπάρχει μεγάλη μερίδα στρατιωτικών ΕΠ.ΟΠ, οι οποίοι έχουν καταταχθεί σε ηλικία είκοσι οχτώ (28) χρόνων με αποτέλεσμα να μην μπορούν μέσα από την υπηρεσία τους στις Ε.Δ να συμπληρώσουν τα απαιτούμενα τριάντα πέντε (35) ασφαλιστικά έτη (+ 5 υποχρεωτικής εξαγοράς) και να κατοχυρώσουν το δικαίωμα συντάξεως με την αποστρατεία τους. Ο καθορισμός συγκεκριμένων ηλικιακών ορίων αποστρατείας μπορεί να αποτελεί συνταγματικά επιτρεπτή ρύθμιση, ωστόσο με την ισχύουσα νομοθεσία οι εν λόγω στρατιωτικοί, καλούνται στο πεντηκοστό (50ο) έτος της ηλικίας τους, είτε να βγουν σε μειωμένη σύνταξη λαμβάνοντας πενιχρά ποσά, είτε να αναζητήσουν νέα εργασία μέχρι τη συμπλήρωση συντάξιμων ετών, έργο ιδιαίτερα σύνθετο και δαιδαλώδες. Και αυτό διότι καμία πρόνοια δεν έχει υπάρξει για απασχόληση μετά την αποστρατεία, όχι μόνο στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και στον δημόσιο, παρόλο που οι εν αποστρατεία στρατιωτικοί έχουν λάβει σημαντική εκπαίδευση και γνώση κατά την υπηρεσία τους στις Ε.Δ, στοιχεία που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν μεταγενέστερα και από άλλους κλάδους.
Καταλήγοντας, οι μεταρρυθμίσεις που έχουν πραγματοποιηθεί στους κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων έχουν μεταβάλει το διαχρονικά ευνοϊκό καθεστώς που υφίστατο στους στρατιωτικούς ως ιδιαίτερη κατηγορία ασφαλισμένων, ιδίως αναφορικά με το συνταξιοδοτικό καθεστώς, με απόρροια να αυξάνεται ο κίνδυνος αποχωρήσεων στρατιωτικών από την ενεργό υπηρεσία. Συνεπώς, αποτελεί αδήριτη ανάγκη ο νομοθέτης να προβεί σε προνομιακές μισθολογικές παροχές με τις κατάλληλες εισφορές, ώστε να αυξηθούν αλληλένδετα και οι συντάξεις. Ακόμη, πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι η αποστρατεία υπηρετεί τις ανάγκες του στρατού και ότι η συνταξιοδότηση δεν αποτελεί επακόλουθο αυτής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρξει η δέουσα μέριμνα από την Πολιτεία για απασχόληση των στρατιωτικών μετά την αποστρατεία τους.