Η ψηφιακή κάρτα εντάσσεται υποχρεωτικά σε ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις στην Ελλάδα.
Οι εταιρείες- εργοδότες οφείλουν να προσαρμόσουν τα συστήματα και τον τρόπο λειτουργίας τους σύμφωνα με τις νέες επιταγές της ψηφιακής κάρτας, ενώ οι ίδιοι οι εργαζόμενοι οφείλουν να τηρούν τη διαδικασία χρήσης αυτής κατά την έναρξη και λήψη της εργασίας τους.
Ειδικότερα με τη χρήση της ψηφιακής κάρτας, καταχωρείται η πρώτη είσοδος και η τελευταία έξοδος του εργαζόμενου από τις κτιριακές εγκαταστάσεις της επιχείρησης.
Η ανωτέρω καταχώριση σε συνδυασμό με το συμβατικό προδηλωθέν και προγραμματισμένο ημερήσιο ωράριο στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ, παράγει αποτελέσματα σε σχέση με τον πραγματικό ημερήσιο χρόνο απασχόλησης των εργαζομένων, όπως
- την ώρα έναρξης και λήξης της εργασίας,
- τη διάρκεια του διαλείμματος, καθώς και
- την υπέρβαση του νόμιμου ωραρίου εργασίας.
Η σήμανση της ψηφιακής κάρτας θα πρέπει να είναι σύμφωνη με την πραγματική έναρξη ή την πραγματική λήξη της απασχόλησης στις κτιριακές εγκαταστάσεις της επιχείρησης.
Αυτό σημαίνει ότι αν ένας εργαζόμενος βρεθεί να εργάζεται στις κτιριακές εγκαταστάσεις της επιχείρησης πριν την έναρξη του ψηφιακά δηλωθέντος ωραρίου εργασίας του και δεν έχει σημάνει την κάρτα του ή βρεθεί να εργάζεται αφού έχει σημάνει την κάρτα του κατά τη λήξη του ψηφιακά δηλωθέντος ωραρίου του, επιβάλλονται κυρώσεις και στον ίδιο αλλά και στην επιχείρηση στην οποία εργάζεται.
Επιτρέπονται και θεωρούνται αποδεκτές ωστόσο αποκλίσεις μεταξύ του ψηφιακά δηλωθέντος ωραρίου και της σήμανσης της ψηφιακής κάρτας, χωρίς μάλσιτα προηγούμενη τροποποίηση του ωραρίου εργασίας, αρκεί αυτές να δικαιολογούνται από την φύση της εργασίας ή από τον τρόπο οργάνωσης της εργασίας.
Για παράδειγμα όταν ένας εργαζόμενος είναι πωλητής και έχει ωράριο 9:00 με 17:00, οπότε ξεκινάει την εργασία του σε πελάτη και σημαίνει την κάρτα του κατά την πρώτη είσοδο στις κτιριακές εγκαταστάσεις της επιχείρησης, που λαμβάνει χώρα στις 12:00. Αν ο εν λόγω εργαζόμενος αποχωρήσει στις 17:00 και σημάνει την κάρτα του κατά την έξοδό του, η σχετική απόκλιση μεταξύ πραγματικής έναρξης και λήξης της εργασίας και των σημάνσεων της ψηφιακής κάρτας δεν αποτελεί πρόβλημα).
Αντιθέτως, αποκλίσεις μεταξύ του ψηφιακά δηλωθέντος ωραρίου και της σήμανσης της ψηφιακής κάρτας που σηματοδοτούν υπερβάσεις του ημερήσιου ωραρίου εργασίας, υπόκεινται σε έλεγχο από την Επιθεώρηση Εργασίας για να διαπιστωθεί αν έχουν τηρηθεί όλες οι προβλεπόμενες, από την εργατική νομοθεσία, διαδικασίες.
Ευέλικτη Προσέλευση και σήμανση της ψηφιακής κάρτας
Για όσες επιχειρήσεις είναι ενταγμένες στο μηχανισμό της ψηφιακής κάρτας και έχουν προβεί σε ενεργοποίηση της κάρτας, δίνεται η δυνατότητα, κατόπιν ρητής συμφωνίας του εργοδότη με τον εργαζόμενο για ευέλικτη προσέλευση μέχρι 120 λεπτά.
Σε περίπτωση που εφαρμόζεται «Ευέλικτη Προσέλευση», η αφετηρία για την έναρξη της ευέλικτης προσέλευσης είναι η δηλωθείσα έναρξη του ωραρίου στην ψηφιακή οργάνωση του χρόνου εργασίας και η προσέλευση - έναρξη της εργασίας, είναι δυνατή έως 120 λεπτά από την δηλωθείσα έναρξη κι εντεύθεν.
Αυτό σημαίνει ότι αν το δηλωθέν ωράριο στην ψηφιακή οργάνωση του χρόνου εργασίας είναι 09:00-17:00 και έχει συμφωνηθεί ευέλικτη προσέλευση 30 λεπτών, ο εργαζόμενος οφείλει να προσέλθει στην επιχείρηση μεταξύ 9:00 και 9:30 και η σήμανση της κάρτας θα πρέπει να έχει γίνει εντός αυτού του χρονικού διαστήματος. Σε μια τέτοια περίπτωση η αποχώρηση μετά την συμπλήρωση 8ώρου, ήτοι μεταξύ 17:00 και 17:30 θεωρείται δικαιολογημένη, εφόσον βέβαια αποδεικνύεται από την σήμανση της ψηφιακής κάρτας και τον συμφωνηθέντα όρο περί ευέλικτης προσέλευσης.
Επομένως, μια συμφωνημένη ευέλικτη προσέλευση 30 λεπτών δεν συνεπάγεται ότι ο εργαζόμενος μπορεί να προσέλθει και να σημάνει την κάρτα του πριν την έναρξη του δηλωθέντος ωραρίου, δηλαδή για παράδειγμα στις 8:30 αντί για τις 9:00.
Η ευελιξία που προσφέρεται με την επιλογή ευέλικτης προσέλευσης, όπου οι εργαζόμενοι μπορούν να προσέλθουν στην εργασία τους εντός ενός καθορισμένου χρονικού πλαισίου που υπερβαίνει τη δηλωμένη ώρα έναρξης, επιτρέπει μια πιο ευέλικτη διαχείριση του χρόνου εργασίας χωρίς να παραβιάζεται η νομοθεσία. Αυτό βοηθά τις επιχειρήσεις να προσαρμοστούν σε διάφορες συνθήκες εργασίας και να ανταποκριθούν πιο αποτελεσματικά στις ανάγκες των εργαζομένων τους.