Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Back to top

Δοκιμαστική περίοδος απασχόλησης

Μία από τις αλλαγές τις οποίες εισήγαγε ο νέος εργασιακός νόμος είναι η θέσπιση δοκιμαστικής περιόδου στο πλαίσιο μιας σύμβασης εργασίας. Η δοκιμαστική περίοδος είναι μία προσυμφωνημένη περίοδος εργασίας με συγκεκριμένη διάρκεια κατά την οποία η εργασιακή σχέση δοκιμάζεται ώστε να διαπιστωθεί η καταλληλότητα της τόσο από τον εργοδότη όσο και από τον εργαζόμενο. Αφορά κάθε εργαζόμενο με οποιαδήποτε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας εξαιρουμένων των περιπτώσεων στις οποίες εργοδότης είναι το Δημόσιο, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ κτλ.

Με την ψήφιση του νέου εργασιακού νόμου με αριθμό 5053/2023 θεσπίζεται, λοιπόν, στο άρθρο 4, η δοκιμαστική περίοδος, στο πλαίσιο της εναρμόνισης της εθνικής μας νομοθεσίας με την αντίστοιχη Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2019/1152, με στόχο τη δημιουργία ενός σαφούς  και ορισμένου νομοθετικού πλαισίου προς ενίσχυση της προβλεψιμότητας και της διαφάνειας των όρων εργασίας, πράγμα το οποίο αποτελεί και έναν από τους κεντρικότερους στόχους της.

Ανώτατο χρονικό διάστημα της δοκιμαστικής περιόδου είναι οι 6 μήνες (ά. 4 παρ. 1 ν. 5053/2023). Το μέρος του διαστήματος το οποίο θα αξιοποιηθεί (μπορεί να μην αξιοποιηθεί και καθόλου η δυνατότητα αυτή) κρίνεται κατά περίπτωση. Υπάρχουν δε και δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες το όριο των έξι μηνών, α) όταν η εργασιακή σχέση αναστέλλεται, οπότε και η δοκιμαστική περίοδος “παγώνει” (παρ. 5 του ίδιου άρθρου) και β) στις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου όπου η τήρηση του εξαμήνου δε θεωρείται πάντοτε εύλογη οπότε και θεσπίζεται η δοκιμαστική περίοδος να διαρκεί το ¼ του συνολικού χρόνου της σύμβασης, με “ταβάνι” τους έξι μήνες (παρ. 4 του ίδιου άρθρου).

Όταν η δοκιμαστική περίοδος λήξει ο εργοδότης κρίνει κατά πόσο αυτή ήταν επιτυχής ή ανεπιτυχής (ά. 4 παρ. 2 και 3 ν. 5053/2023). Ανάλογα με την εργοδοτική κρίση η σχέση εργασία αντίστοιχα συνεχίζεται με θεωρούμενη ημερομηνία πρόσληψης την ημέρα που ξεκίνησε η δοκιμαστική περίοδος, διαφορετικά η εργασιακή σχέση λύεται αυτοδίκαια. Σε κάθε περίπτωση ο χρόνος της δοκιμαστικής περιόδου λογίζεται ως χρόνος εργασίας, γεγονός σημαντικό διότι από αυτόν απορρέουν αξιώσεις για μισθολογικές παροχές όπως αναλογία παροχών αδείας, δώρων Χριστουγέννων/Πάσχα, αξιώσεις από τις τριετίες οι οποίες πλέον έχουν αναβιώσει κ.ο.κ. Ο εργαζόμενος δε, δικαιούται να αιτηθεί από τον εργοδότη του μετά τη λήξη της δοκιμαστικής περιόδου να τροποποιήσει τη σύμβαση του και ο δεύτερος οφείλει να του απαντήσει γραπτά εντός ενός μήνα με ενδεχόμενη παράταση δεύτερου μήνα εάν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο ή μικρομεσαία επιχείρηση.

Ο εργαζόμενος κατά το διάστημα της δοκιμαστικής περιόδου χαίρει της πλήρους προστασίας της εργατικής νομοθεσίας χωρίς να υφίσταται διακρίσεις εις βάρος του σε σχέση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους οι οποίοι τελούν σε διαφορετικό καθεστώς εργασίας (ά. 4 παρ.6 Ν. 5053/2023), βάσει και της ευρωπαϊκής αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων. Αυτό επεκτείνεται σε κάθε πτυχή του εργασιακού του βίου όπως είναι οι μισθολογικές αξιώσεις, οι άδειες κ.ά. Όσον αφορά τα πρόσωπα τα οποία χαίρουν μίας αυξημένης νομοθετικής προστασίας (π.χ. Εγκυμονούσες, μητέρες, πατέρες, συνδικαλιστές, τελούντες σε αναγκαστικές σχέσεις εργασίας όπως είναι οι ανάπηροι πολέμου κ.ο.κ) οι διατάξεις που τους προστατεύουν δεν παύουν να ισχύουν. Δύνανται, ας πούμε, οι γυναίκες να πάρουν την άδεια μητρότητας αναστέλλοντας την περίοδο δοκιμής. Δε μπορούν, ωστόσο, να προτάξουν την ιδιότητά τους σε περίπτωση που η εργοδοτική κρίση προκύψει αρνητική, διότι αυτό θα κατέλυε το σκοπό της ύπαρξης δοκιμαστικής περιόδου εξαρχής.

Ο στόχος δε της δοκιμαστικής περιόδου είναι να δημιουργήσει τις βάσεις για μία εργασιακή σχέση η οποία θα μακροημερεύσει. Συνεπώς ο εργοδότης οφείλει να μη καλύπτει πάγιες και τακτικές ανάγκες του μέσω της δυνατότητας αυτής, καθότι σε τέτοια περίπτωση θα υπόκειτο σε έλεγχο καταχρηστικής άσκησης της.

ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΕΠΟΜΕΝΟΠΙΣΩ ΣΤΑ ΝΕΑ