Σύμφωνα με το ισχύον νομικό πλαίσιο, η βάση για τη χορήγηση της ετήσιας άδειας με αποδοχές είναι το ημερολογιακό έτος. Ακόμα και από τον πρώτο μήνα εργασίας, οι εργαζόμενοι έχουν κατοχυρωμένο δικαίωμα λήψης αναλογικής άδειας.
Κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος πρόσληψης, ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να χορηγήσει στον εργαζόμενο μέχρι 31 Δεκεμβρίου την αναλογία των ημερών άδειας που δικαιούται βάσει του χρόνου απασχόλησης.
Για το δεύτερο ημερολογιακό έτος, μετά τη συμπλήρωση 12 μηνών εργασίας, ο εργαζόμενος δικαιούται άδεια 21 ημερών αν εργάζεται πέντε ημέρες την εβδομάδα και 25 ημερών αν εργάζεται έξι ημέρες την εβδομάδα.
Για το τρίτο και τα επόμενα έτη, η ετήσια άδεια ανέρχεται σε 22 ημέρες για πενθήμερη εργασία και 26 ημέρες για εξαήμερη εργασία.
Μετά τη συμπλήρωση 10 ετών εργασίας στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσίας 12 ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη, ο εργαζόμενος δικαιούται άδεια 25 ημερών για πενθήμερη εργασία και 30 ημερών για εξαήμερη εργασία. Μετά από 25 χρόνια υπηρεσίας, οι εργαζόμενοι δικαιούνται μία επιπλέον ημέρα άδειας, φτάνοντας έτσι τις 26 ημέρες για πενθήμερη εργασία και 31 ημέρες για εξαήμερη εργασία.
Ο χρόνος χορήγησης της ετήσιας άδειας καθορίζεται μέσω συμφωνίας μεταξύ του εργαζόμενου και του εργοδότη. Αυτό σημαίνει ότι οι δύο πλευρές πρέπει να συνεργαστούν για να βρουν μια κατάλληλη περίοδο, κατά την οποία ο εργαζόμενος θα λάβει την άδειά του.
Μία σημαντική προϋπόθεση είναι ότι τουλάχιστον οι μισοί εργαζόμενοι μιας επιχείρησης πρέπει να πάρουν την άδειά τους μέσα στο χρονικό διάστημα από 1 Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου. Αυτό είναι κρίσιμο για την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου, όταν πολλοί εργαζόμενοι επιθυμούν να λάβουν άδεια.
Ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να χορηγήσει την άδεια εντός δύο μηνών από την ημέρα που διατυπώθηκε το σχετικό αίτημα από τον εργαζόμενο. Επιπλέον, η άδεια πρέπει να χορηγηθεί πριν τη λήξη του ημερολογιακού έτους. Δηλαδή, ο εργαζόμενος πρέπει να λάβει την ετήσια άδειά του πριν το τέλος του Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
Η κατάτμηση της άδειας επιτρέπεται σε περισσότερες από δύο περιόδους, με την προϋπόθεση ότι η μία από αυτές θα είναι τουλάχιστον 10 συνεχόμενων ημερών για πενθήμερη εργασία και 12 συνεχόμενων ημερών για εξαήμερη εργασία. Οι ανήλικοι εργαζόμενοι δικαιούνται τουλάχιστον 12 ημέρες συνεχόμενης άδειας.
Η άδεια χορηγείται αυτούσια και πληρώνεται ολόκληρη κατά τη λύση της εργασιακής σχέσης. Ο εργοδότης υποχρεούται να προκαταβάλλει τις αποδοχές και το επίδομα άδειας στην αρχή της άδειας. Σε περίπτωση μη χορήγησης της άδειας που ζήτησε ο εργαζόμενος, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει τις αποδοχές του χρόνου άδειας με προσαύξηση 100%.