Η Δικαστική Απόφαση 3378/2023, εκδοθείσα από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, ανοίγει νέους ορίζοντες στον τομέα της ασφαλιστικής νομοθεσίας. Αντικείμενο της απόφασης είναι η ευθύνη του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) για παράνομη καθυστέρηση 4 χρόνων στον προσδιορισμό του χρόνου ασφάλισης και έκδοσης απόφασης συνταξιοδότησης μιας ασφαλισμένης.
Συγκεκριμένα τις 13-3-2023 εκδικάστηκε ενώπιον του 11ου Τμήματος του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών η έφεση του ΕΦΚΑ κατά ασφαλισμένης που δικαιώθηκε πρωτόδικα με αποζημίωση ύψους 4.357 € επειδή ο ΕΦΚΑ καθυστέρησε να εκδώσει την απόφαση συνταξιοδότησής της.
Όλα ξεκίνησαν με την υπ’ αριθ. 1806/2021 απόφασή του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (6ο Τμήμα), η οποία δικαίωσε την ασφαλισμένη και καταδίκασε τον ΕΦΚΑ όχι μόνο στην καταβολή του ανωτέρω ποσού, αλλά με τόκο 6% κάθε έτος από το 2019, επειδή οι Υπηρεσίες του καθυστέρησαν να προσδιορίσουν τον χρόνο ασφάλισης της ασφαλισμένης με καθεστώς διαδοχικής ασφάλισης.
Στην ανωτέρω απόφαση το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών (6ο Τμήμα) συμπεραίνει ότι η ζημία τής ενάγουσας τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την παράνομη καθυστέρηση ως προς τον προσδιορισμό του χρόνου ασφάλισής της στο ΙΚΑ, στο πλαίσιο ελέγχου των προϋποθέσεων περί διαδοχικής ασφάλισης. Επομένως, στοιχειοθετείται ευθύνη του Ασφαλιστικού Οργανισμού προς αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ.
Ως εκ τούτου το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η αξίωση της ενάγουσας δεν είχε υποπέσει στην πενταετή παραγραφή που προβλέπεται για τις απαιτήσεις κατά του ΙΚΑ, η οποία ξεκίνησε από τη γένεσή της, ήτοι από την έκδοση τροποποιητικής πράξης της Γενικής Διεύθυνσης Χορήγησης Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία η σύνταξή της αυξήθηκε στο ποσό των 782,68 ευρώ, από 1-9-2012, λόγω μη αναγνώρισης οικονομικών δικαιωμάτων για συντάξεις, πέραν της τριετίας.
Βάσει των ανωτέρω το Δικαστήριο έκρινε ότι ο ΕΦΚΑ πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει αποζημίωση στην ασφαλισμένη. Συγκεκριμένα η απόφαση υποχρεώνει τον εναγόμενο ΕΦΚΑ να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων πενήντα επτά ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (4.357,35 ευρώ), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (1-2-2019) και μέχρι την ολοσχερή της εξόφληση.
Με την έφεσή του, που εκδικάστηκε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών στις 13-3-2023, ο ΕΦΚΑ ζήτησε την εξαφάνιση της ανωτέρω υπ’ αριθ. 1806/2021 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών καθότι «με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και λοιπή αιτιολογία δέχθηκε ως βάσιμη την αγωγή της εφεσίβλητης και ειδικότερα ότι στην εφεσίβλητη επήλθε ζημία από την παράνομη καθυστέρηση ως προς τον προσδιορισμό του χρόνου ασφάλισης της στο ΙΚΑ από τα όργανα αυτού και περαιτέρω καθότι εσφαλμένα δέχθηκε ότι η αξίωση της εφεσίβλητης δεν έχει υποπέσει στην παραγραφή.».
Περαιτέρω, στην έφεσή του ο ΕΦΚΑ υποστήριξε ότι «η εκκαλούμενη απόφαση, δεχόμενη ότι το χρονικό διάστημα των 4 ετών -το οποίο απαιτήθηκε για τη διεκπεραίωση της υπόθεσης της εφεσίβλητης από τον εναγόμενο ασφαλιστικό οργανισμό- υπερβαίνει το εύλογο χρονικό διάστημα εντός του οποίου όφειλε το εναγόμενο να διεκπεραιώσει την υπόθεση της εφεσίβλητης, χωρίς όμως και να προσδιορίζει ποιο ήταν κατά την κρίση της το εύλογο, έσφαλλε και πρέπει για τον λόγο αυτό να εξαφανιστεί.
Επίσης ο ΕΦΚΑ υποστήριξε ότι η υπ’ αριθ. 1806/2021 πρωτόδικη απόφαση, «δεχόμενη χωρίς μάλιστα ειδικότερη αιτιολογία, παρά μόνο την παρέλευση του χρόνου των 4 ετών, ότι το χρονικό διάστημα των 4 ετών υπερβαίνει το εύλογο, όταν, όπως προαναφέρθηκε, για τις περιπτώσεις κανονισμού ή ανακαθορισμού σύνταξης με βάση τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης, μπορεί να απαιτηθεί χρονικό διάστημα έως και 5 έτη κι ενώ ήταν γνωστό τοις πάσι η αθρόα έξοδος σε συνταξιοδοτικό καθεστώς των υπαλλήλων του δημοσίου κατά τα τελευταία έτη, έσφαλλε και πρέπει και για τον λόγο αυτό να εξαφανιστεί».
Όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί τού ΕΦΚΑ απορρίφθηκαν στην ουσία από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών που, με την 3378/2023 απόφασή του, επέβαλε και τα δικαστικά έξοδα στον ΕΦΚΑ.
Η απόφαση αυτή θεσπίζει σημαντικά προηγούμενα για την ευθύνη των ασφαλιστικών οργάνων και την αντιμετώπιση περιπτώσεων παράνομης καθυστέρησης. Ανοίγει τον δρόμο για περαιτέρω δικαστικές ενέργειες από τους ασφαλισμένους.