Σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 1846/1951, οι αποδοχές που καταβάλλονται στους μισθωτούς λόγω λήψεως κανονικής αδείας, όταν η σχέση εργασίας εξακολουθεί να διαρκεί, υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές, όπως ακριβώς και οι λοιπές αποδοχές, οι δε ημέρες της κανονικής αδείας θεωρούνται ως χρόνος ασφαλίσεως λόγω της μη διακοπής της εργασιακής σχέσης.
Σε περίπτωση που η σύμβαση εργασίας λήξει με οποιονδήποτε τρόπο (απόλυση, παραίτηση, θάνατος εργαζομένου, λήξη συμβάσεως ορισμένου χρόνου), και ο εργαζόμενος δεν είχε λάβει την κανονική του άδεια που του οφείλεται, τότε δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί η άδεια ως αποζημίωση αδείας και επίδομα αδείας.
Σε περίπτωση λύσεως της εργασιακής σχέσης, το ποσό που καταβάλλεται λόγω μη χορηγήσεως της κανονικής αδείας των μισθωτών δεν υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές, και τούτο διότι οι διατάξεις του Α.Ν. 1846/1951 έχουν εφαρμογή μόνο σε περίπτωση που διαρκεί η σχέση εργασίας και όχι και σε περίπτωση που αυτή έχει λυθεί.
Δεν θεωρείται δηλαδή χρόνος ασφαλίσεως η αποζημίωση λόγω μη χορηγήσεως της κανονικής αδείας σε περίπτωση αποχώρησης των μισθωτών.
Κατ’ εξαίρεση των παραπάνω, με τις διατάξεις του ν. 2336/95 προβλέπεται ότι για τους εποχιακά απασχολούμενους σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, οι αποδοχές αδείας που δικαιούνται να λάβουν κατά τη λήξη της εργασίας τους με οποιονδήποτε τρόπο, υπόκεινται σε εισφορές, ο δε χρόνος της (μη ληφθείσης) αδείας θεωρείται χρόνος ασφαλίσεως. Κατά συνέπεια αναγνωρίζονται ως ημέρες ασφαλίσεως οι αντίστοιχες ημέρες της αδείας.