Σύμφωνα με τους παλιότερους Αναπτυξιακούς Νόμους 3299/2004 και 3908/2011 η καταβολή της επιχορήγησης προβλέπονταν ως εξής:
i) Το 50% του ποσού της επιχορήγησης καταβάλλεται μετά την υλοποίηση του 50% της επένδυσης και μετά από πιστοποίηση του αρμόδιου οργάνου ελέγχου ότι υλοποιήθηκε τουλάχιστον το τμήμα αυτό του έργου και ότι ο επενδυτής συμμορφώθηκε με τους όρους και τις προϋποθέσεις της απόφασης υπαγωγής (και η κάλυψη της ιδίας συμμετοχής από το φορέα της επένδυσης σε ποσοστό ίσο τουλάχιστον με αυτό της υλοποίησης της επένδυσής του – για το Ν.3908/11).
ii) Το υπόλοιπο 50% του ποσού της επιχορήγησης καταβάλλεται μετά την πιστοποίηση της ολοκλήρωσης και της έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης από το αρμόδιο όργανο ελέγχου.
Επιπλέον υπήρχε η δυνατότητα προκαταβολής με την προσκόμιση εγγυητικής επιστολής.
Ο παραπάνω τρόπος καταβολής της επιχορήγησης προβλέπεται ρητά και στις σχετικές αποφάσεις υπαγωγής επενδυτικών σχεδίων στις διατάξεις των αναπτυξιακών νόμων που έχουν εκδώσει τα αρμόδια όργανα (Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης, Υπουργείο Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης – πρώην Μακεδονίας Θράκης, Περιφέρειες) προς τους επενδυτικούς φορείς.
Με το νέο Αναπτυξιακό Νόμο 4399/2016, στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 77 προβλέπεται αλλαγή του τρόπου καταβολής της επιχορήγησης των ήδη υπαχθέντων σχεδίων. Συγκεκριμένα για τα επενδυτικά σχέδια του Ν. 3299/2004 και του Ν. 3908/2011 το ποσό της επιχορήγησης, όπως καθορίζεται στην απόφαση υπαγωγής, καταβάλλεται σε επτά (7) δόσεις ως εξής:
α) Η πρώτη δόση που ισούται με το 1/7 της προβλεπόμενης επιχορήγησης καταβάλλεται με την υποβολή του αιτήματος ελέγχου για την πιστοποίηση της υλοποίησης του 50% του επενδυτικού σχεδίου.
β) Η δεύτερη δόση, ισόποση με την πρώτη, καταβάλλεται με την υποβολή αιτήματος ελέγχου για την πιστοποίηση της ολοκλήρωσης και έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης. Η τρίτη δόση, ισόποση με τις δύο προηγούμενες δόσεις, καταβάλλεται με την έκδοση της απόφασης ολοκλήρωσης και έναρξης παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης.
γ) Το υπολειπόμενο ποσό της επιχορήγησης, καταβάλλεται σε τέσσερις (4) ισόποσες ετήσιες δόσεις από το επόμενο έτος μετά τη δημοσίευση της απόφασης ολοκλήρωσης και έναρξης παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης.
2. Η δυνατότητα παροχής προκαταβολής προβλέπεται πια μόνο για τα επενδυτικά σχέδια που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του Ν. 3908/2011, και για ποσό που δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έβδομο της προβλεπόμενης στη σχετική απόφαση υπαγωγής επιχορήγηση και δίνεται με υπεύθυνη δήλωση συνοδευόμενη από αναλυτική κατάσταση παραστατικών δαπανών και πληρωμών για το έργο, συνολικού ύψους τουλάχιστον ίσου του ενός εβδόμου (1/7) του συνολικού κόστους της επένδυσης.
Για επενδυτικά σχέδια για τα οποία έχει καταβληθεί ποσό επιχορήγησης ή προκαταβολής πριν από την έκδοση της απόφασής ολοκλήρωσης και έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας τους, το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε πέντε (5) ετήσιες δόσεις, αρχής γενομένης με την έκδοση της απόφασης ολοκλήρωσης και έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας.
Καταλαβαίνουμε ότι οι επιχειρήσεις που έχουν αιτηθεί και υπαχθεί στους αναπτυξιακούς νόμους για το χρονικό διάστημα 2004-2015 και υλοποιούν ένα επενδυτικό σχέδιο, γνώριζαν με την απόφαση υπαγωγής και το οικείο νομοθετικό πλαίσιο ότι το 50% της επιχορήγησης θα δοθεί το μετά την πιστοποίηση του 50% του έργου και το υπόλοιπο με την ολοκλήρωση της επένδυσης. Με τα δεδομένα αυτά υπέβαλαν αίτηση στον αναπτυξιακό νόμο και ξεκίνησαν την επένδυση.
Άλλωστε βασική διάταξη των Αναπτυξιακών Νόμων και των Γενικών Απαλλακτικών Κανονισμών είναι ότι οι ενισχύσεις πρέπει να χρησιμεύουν ως κίνητρο για το επενδυτικό σχέδιο. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τον με τον Κανονισμό (ΕΚ) 800/2008, στο προοίμιό του αναφέρεται ότι προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι ενισχύσεις είναι αναγκαίες και ότι χρησιμεύουν ως κίνητρο για την ανάπτυξη συγκεκριμένων δραστηριοτήτων ή σχεδίων, βάσει του παρόντος κανονισμού δεν πρέπει να επιχορηγούνται (απαλλάσσονται από τις απαγορευτικές διατάξεις) δραστηριότητες τις οποίες ούτως ή άλλως θα ανέπτυσσε ο δικαιούχος υπό τις επικρατούσες στην αγορά συνθήκες.
Συνεπώς, θεωρούμε ότι η αλλαγή των πιο βασικών όρων της απόφασης υπαγωγής –όπως είναι αυτός του τρόπου και του χρόνου καταβολής της ενίσχυσης- μονόπλευρα είναι επαχθής και επηρεάζει την υλοποίηση του επενδυτικού σχεδίου, που η ύπαρξη του αναπτυξιακού νόμου προκάλεσε. Όταν λοιπόν ο αναπτυξιακός νόμος αποτέλεσε εφαλτήριο μιας επένδυσης υπό συγκεκριμένους όρους, δεν είναι δυνατόν μεταγενέστερα να τροποποιηθούν οι βασικοί όροι που αποτέλεσαν προφανώς το βασικό κίνητρο για την υλοποίηση της επένδυσης. Αν ήταν γνωστό ότι ο τρόπος καταβολής θα ήταν διαφορετικός, οι επιχειρηματικές αποφάσεις για την υλοποίηση ή μη της επένδυσης θα ήταν επίσης διαφορετικές.
Υπό αυτό το πρίσμα, κρίνουμε ότι το άρθρο 77 του Ν.4399/16 περί τμηματικής καταβολής επιχορήγησης επενδυτικών σχεδίων υπαχθέντων στο Ν.3299/2004 και στο Ν.3908/2011 πρέπει να προσβληθεί δικαστικά και καλούμε επενδυτικούς φορείς που αντιμετωπίζουν παρόμοιο το πρόβλημα να επικοινωνήσουν μαζί μας.