Η δοκιμαστική απασχόληση αποτελεί μια σημαντική νομοθετική εξέλιξη στον τομέα του Εργατικού Δικαίου, προσφέροντας στους εργοδότες και στους εργαζόμενους τη δυνατότητα να αξιολογήσουν την αλληλεπίδρασή τους και να δοκιμάσουν, τόσο την αποδοτικότητα όσο και την αποτελεσματικότητα της μεταξύ τους συνεργασίας, πριν από την πλήρη ενσωμάτωση του εργαζομένου στην επιχείρηση.
Σύμφωνα με το νέο νομοθετικό πλαίσιο, η δοκιμαστική απασχόληση θα διαρκεί κατά βάση έξι (6) μήνες, ωστόσο, ανάλογα με τον τύπο της σύμβασης, υπάρχουν διαφοροποιήσεις. Πιο συγκεκριμένα, στις συμβάσεις αορίστου χρόνου ως μέγιστο όριο της δοκιμαστικής περιόδου ορίζονται οι έξι (6) μήνες, ενώ στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου η δοκιμαστική περίοδος δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα τέταρτο (¼) της συνολικής περιόδου απασχόλησης, με ανώτατο όριο τους έξι (6) μήνες. Επιπλέον, σε περίπτωση ανανέωσης ή αλληλοδιαδόχων ανανεώσεων της σύμβασης ορισμένου χρόνου για την ίδια θέση και τα ίδια καθήκοντα, δεν επιτρέπεται νέα δοκιμαστική περίοδος. Αυτό σημαίνει ότι η δοκιμαστική περίοδος πρέπει να συμπεριλαμβάνεται από την αρχή της στη σύμβαση εργασίας και ότι οι εργοδότες πρέπει να τηρούν τους νομοθετικούς χρονικούς περιορισμούς.
Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου, ο εργαζόμενος ωφελείται από όλα τα ήδη κατοχυρωμένα δικαιώματα που προβλέπονται στην εργατική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των συνδικαλιστικών στελεχών. Μάλιστα για τις συμβάσεις αορίστου χρόνου, το άρθρο 339 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου εξακολουθεί να ισχύει, προσφέροντας προστασία στον εργαζόμενο από τις απολύσεις.
Επιπροσθέτως στο τέλος της δοκιμαστικής περιόδου, ο εργοδότης έχει δύο επιλογές:
- εάν κρίνει ότι η δοκιμαστική υπηρεσία ήταν επιτυχής, διατηρεί τον εργαζόμενο στην επιχείρηση του, και ο χρόνος της δοκιμαστικής περιόδου προσμετράται στον χρόνο έναρξης της σύμβασης.
- εάν κρίνει ότι η δοκιμαστική περίοδος δεν ήταν επιτυχής, η σύμβαση υπό δοκιμή λύεται αυτοδίκαια, και ο εργαζόμενος αποχωρεί από την επιχείρηση.
Το νέο πλέον νομοθετικό πλαίσιο εξασφαλίζει τόσο τα δικαιώματα των εργοδοτών να επιλέγουν τους κατάλληλους υπαλλήλους όσο και τα δικαιώματα των εργαζομένων να μην υφίστανται αυθαίρετες απολύσεις. Σημειωτέον η δοκιμαστική περίοδος δεν μπορεί να καθοριστεί μονομερώς από τον εργοδότη αλλά απαιτεί συμφωνία με τον εργαζόμενο, προστατεύοντας έτσι τα δικαιώματα του τελευταίου.
Συνοψίζοντας, η δοκιμαστική απασχόληση αποτελεί μια χρήσιμη πρακτική που προσφέρει τόσο στους εργοδότες όσο και στους εργαζόμενους τη δυνατότητα να αξιολογήσουν την αλληλεπίδρασή τους πριν από την πλήρη σύναψη της σύμβασης εργασίας. Οι νομοθετικές διατάξεις που ρυθμίζουν τη δοκιμαστική απασχόληση παρέχουν τα απαραίτητα πλαίσια για τη διενέργειά της με διαφάνεια και δίκαιο τρόπο, προστατεύοντας ταυτόχρονα τα δικαιώματα αμφότερων των πλευρών.